το νερό στην Καβάλα

Στις αρχές του 16ου αιώνα η άνυδρη χερσόνησος της Παναγίας υδροδοτήθηκε με τα νερά που πηγάζουν από την περιοχή της Παλιάς Καβάλας. Το νερό διοχετευόταν στην πόλη μέσω ενός κτιστού επίγειου αγωγού μήκους 6.500μ. Ο υδραγωγός ξεκινούσε από πηγή που βρίσκεται σε υψόμετρο 400μ. και είναι γνωστή ως «μάνα του νερού» ή «Σούμπαση» ή «τρία Καραγάτσια», κατά τη διαδρομή του ακολουθούσε συνεχώς την κλίση του εδάφους και στις ρεματιές που διέκοπταν την πορεία του περνούσε πάνω από πέντε πέτρινες υδατογέφυρες, που είχαν κτιστεί γι’ αυτό το σκοπό. Ορισμένα τμήματά του σώζονται ακόμη σε ικανοποιητική κατάσταση και η πορεία του είναι ευδιάκριτη μέχρι την είσοδό του στα όρια της σημερινής Καβάλας, συγκεκριμένα μέχρι την εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου.

wr01
wr27
wr10
wr21
wr11
wr15
wr36
foto1
previous arrow
next arrow
Shadow

Στο πλαίσιο του έργου αυτού και προκειμένου να γεφυρωθεί το χαμηλό μέρος που χωρίζει τη χερσόνησο της Παναγίας από τα απέναντι υψώματα κατασκευάσθηκε το πιο αναγνωρίσιμο μνημείο της Καβάλας, το μεγάλο τοξωτό υδραγωγείο, γνωστό με το όνομα «Καμάρες». Το εντυπωσιακό αυτό μνημείο, μήκους 270μ. και μέγιστου ύψους 25μ., είναι κτισμένο από ντόπιο γρανίτη και πλίνθους, πατά σε 18 ογκώδη μεσόβαθρα («ποδαρικά») και φέρει διπλή και σε ορισμένα σημεία τριπλή σειρά επάλληλων τόξων. Το νερό έκανε τον οικισμό της Παναγίας βιώσιμο, συνέβαλε στην ανάπτυξη των αστικών λειτουργιών του, στην εγκατάσταση νέων κατοίκων και στη μεγάλη αύξηση του πληθυσμού του. Με δυο λόγια, υπήρξε καθοριστικός παράγοντας για τη μεταμόρφωση της Καβάλας από ασήμαντο οικισμό σε μικρή πόλη. Τον ευεργετικό ρόλο του επισημαίνουν και οι περιηγητές της εποχής: Ο Pierre Belon αναφέρει στα 1547 ότι η Καβάλα ήταν στο παρελθόν έρημη και ακατοίκητη, αλλά λίγα χρόνια μετά την κατασκευή του Υδραγωγείου έγινε ένας «όμορφος και πολυάνθρωπος οικισμός». Το έργο αυτό ύδρευε την πόλη της Καβάλας μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Τα προβλήματα άρχισαν να εμφανίζονται το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες το νερό του παλιού υδραγωγείου δεν επαρκούσε. Αιτία ήταν η αύξηση των αναγκών της χερσονήσου αλλά και η δημιουργία των νέων τουρκικών συνοικιών του ανατολικού μέρους της πόλης (Γενή Μαχαλέ, Χαμιντιγιέ, Σελιμιγιέ), που υδροδοτούνταν κι αυτές από τις πηγές της Παλιάς Καβάλας. Στις αρχές του 20ου αιώνα με πρωτοβουλία του χεδίβη της Αιγύπτου εκπονήθηκε σχέδιο για τη βελτίωση και επέκταση του δικτύου ύδρευσης της χερσονήσου, που όμως διακόπηκε μετά τους πολέμους που προέκυψαν από το 1912 και μετέπειτα.

Το 1912-1913 οι αρχές της πρόσκαιρης βουλγαρικής διοίκησης κατάργησαν τα επί αιώνες προστατευτικά μέτρα και μετέτρεψαν το μονοπάτι του νερού σε δρόμο. Η διέλευση πεζών, κοπαδιών και αμαξών προκαλούσε βλάβες και ρήγματα στον αγωγό, με αποτέλεσμα την απώλεια του νερού και τις συχνές μολύνσεις του.

Στα χρόνια της εγκατάστασης των προσφύγων το νερό έφτανε στην παλιά πόλη μέρα παρά μέρα και μόνο για λίγες ώρες και οι κοινόχρηστες βρύσες γίνονταν θέατρο ομηρικών καυγάδων για το σπάνιο αγαθό.

Μέχρι το 1928 η πόλη υδρευόταν από τις παρακάτω πηγές:

  1. Από τις πηγές Παλιάς Καβάλας με παροχή 25 – 40 m3/ώρα.
  2. Από δύο κοινά πηγάδια στην θέση Κιουτσούκ – Ορμάν 1,5 χλμ. δυτικά της πόλης, με παροχή 6 – 8 m3/ώρα. Λόγω όμως της γειτνίασής τους με την θάλασσα όταν η άντλησή τους ήταν εντατική δέχονταν της επίδρασή της.
  3. Από ένα σωληνωτό πηγάδι όχι μεγαλύτερο από 30 -35 μέτρα στην θέση Καρά – Ορμάν σε απόσταση 1,5 χλμ. ανατολικά της πόλης, με παροχή 7 – 8 m3/ώρα.

Εσωτερικό δίκτυο δεν υπήρχε εκτός από ορισμένες μικρής διαμέτρου σιδηροσωλήνες με τις οποίες το νερό διοχετεύονταν από τις δεξαμενές σε ορισμένες κοινόχρηστες βρύσες.

Λαμβάνοντας υπόψη ότι από το 1924 – 1928 ο πληθυσμός της πόλης ανερχόταν σε 45 – 50.000 κατοίκους και ότι εκείνη την εποχή η πόλη βρισκόταν σε πλήρη ακμή, είναι δυνατόν να συμπεράνει κανείς με ποιόν τραγικό τρόπο δοκιμαζόταν η Καβάλα από την έλλειψη νερού, με τις διατιθέμενες προαναφερθείσες πηγές και μέσα ύδρευσης.
Το 1923 με σκοπό την αντιμετώπιση του προβλήματος της ύδρευσης συστήθηκε, «Ειδικό Ταμείο Υδρεύσεως, εξυγιάνσεως Καβάλας», το οποίο καταργήθηκε το 1945 αφού περιήλθε στο Δήμο Καβάλας.

Το Ειδικό Ταμείο ανέθεσε στο Μηχανικό Νικόλαο Μίχα την εκπόνηση της μελέτης ύδρευσης της πόλης Καβάλας την οποία και παρέδωσε στο τέλος του 1924.
Η μελέτη αυτή, η οποία εγκρίθηκε από το Συμβούλιο Δημοσίων Έργων το 1924, στηρίχθηκε στην έρευνα και εκμετάλλευση του ανευρεθέντος υδροφόρου ορίζοντα από το Γερμανό Μηχανικό BLID.
Το 1928 κατασκευάσθηκε το νέο υδραγωγείο της πόλης, με υδροληψία από τρεις νέες γεωτρήσεις στην περιοχή Τεκίρ – Μπουνάρ, βάθους 50 περίπου μέτρων, των οποίων η ανόρυξη έγινε το 1927 κοντά σε μια προϋπάρχουσα.
Η προϋπάρχουσα αυτή γεώτρηση είχε κατασκευασθεί το 1911 από το Γερμανό Μηχανικό BLID προκειμένου από εκεί να υδρεύσει την πόλη της Καβάλας, πληθυσμού τότε 15 χιλιάδων κατοίκων, με δαπάνες του χεδίβη της Αιγύπτου ο οποίος ευδόκησε να προσφέρει στην πόλη της καταγωγής του το αναγκαίο υδραγωγείο ως δωρεά.

foto5
foto6
previous arrow
next arrow
Shadow

Από την θέση αυτή, βρισκόμενη σε υψόμετρο εδάφους +50μ. αντλούνταν το νερό με δύο εμβολοφόρες αντλίες με πετρελαιοκινητήρες, ισχύος 200HP η κάθε μία και μέχρι το ύψος +195μ., στον αυχένα Αγ. Σίλα (Γεντίκι). Από το φρεάτιο Αγ. Σίλα το νερό διοχετεύονταν σε διάφορες δεξαμενές της πόλης. Η απόσταση μεταξύ αντλιοστασίου και φρεατίου Αγ. Σίλα ανέρχονταν σε 3.100μ., η δε στάθμη αντλήσεως ήταν 5,5μ. περίπου κάτω από την επιφάνεια του εδάφους.
Ο καταθλιπτικός αγωγός ο οποίος κατασκευάσθηκε το 1925 – 1926, δηλαδή πριν την κατασκευή των γεωτρήσεων, ήταν χυτοσιδηρός, διαμέτρου 400mm, προβλεπόταν δε από την μελέτη συνεχής λειτουργία με παροχή 74lit/sec = 6.400μ3/ημέρα. Πλην όμως, εκ των πραγμάτων αποδείχθηκε ότι η πραγματικά διαθέσιμη παροχή δεν μπορούσε να υπερβεί τα 2.600μ3/ημέρα, καθ’ όσο, για μεγαλύτερη άντληση υποβιβαζόταν επικίνδυνα η στάθμη.

Χαρακτηριστικό είναι το δημοσίευμα της εφημερίδας Ταχυδρόμος στο φύλλο της 26ης Αυγούστου 1933 το οποίο αναφέρει:

«Δύο μόνον από τα 4 αρτεσιανά φρέατα του Τεκίρ – μπουνάρ αποδίδουν νερό. Δι ό και απεφάσισεν η Διοίκησις του Ταμείου να επιδιορθώση και το τρίτο φρέαρ, του τετάρτου κριθέντος εντελώς ακαταλλήλου, ως μη αποδίδοντος επαρκή ποσότητα ύδατος. Το έργον τούτο θα αρχίση συντομώτατα».

Επίσης ο κ. Κουχτσόγλου σε ανταπόκρισή του στην εφημερίδα της Αθήνας Ελεύθερη Γνώμη, στο φύλλο της 19ης Σεπτεμβρίου 1936 γράφει:

«Το νερό που πίνομεν είναι τελευταίας κατηγορίας ως περιέχον μεγάλο ποσοστόν ασβέστου. Πανθομολογούμενον δε είναι ότι πλείσται χρόνιαι εντερικαί και στομαχικαί ασθένειαι Καβαλιωτών προέρχονται από τα επιβλαβή του ύδατος συστατικά. Το ζήτημα του νερού είναι ασφαλώς το σοβαρώτερον της Καβάλας. Προσπάθειαι κατά το παρελθόν προς λύσιν του απέτυχον. Προσπαθεί το Ταμείον υδρεύσεως προς συμπλήρωσιν του Δικτύου. Εν τούτοις καλλιτέρα λύσις θα ήτο αν η Καβάλα υδρεύετο εξ άλλης πηγής με υγιεινότερο νερό. Είναι όμως αυτό δυνατόν να γίνη; Είναι θλιβερώτατον ότι αι περισσότεραι Ελληνικαί πόλεις δεν ηδυνήθησαν ακόμη να λύσουν το πρώτον ζήτημα της υπάρξεώς των, το ζήτημα του νερού».

Τέλος, το Νοέμβριο του 1937, ο Πολιτικός Μηχανικός Β. Ποντικόπουλος σε έκθεσή του με τίτλο «Επί του Υδρευτικού Προβλήματος της πόλεως Καβάλας», προτείνει την υδροδότηση της πόλης από τις πηγές Μπουνάρ – μπασή (Βοϊράνης), χρησιμοποιώντας μεταξύ άλλων ως επιχειρήματα τα εξής:

«Αι πηγαί Μπουνάρ – μπασή είναι αι μόναι κατάλληλοι, διότι και ποσότητα εξασφαλίζουν και ποιότητα ύδατος παρέχουν την αρίστην. …Τοιούτο λοιπόν το ύδωρ, όπερ ταχέως οφείλει να αποκτήση η Καβάλα και χάριν της υγιείας των κατοίκων βλαπτομένης ως διατείνονται οι ίδιοι εκ της χρήσεως του αρτεσιανού και χάριν του συμφέροντός των, διότι συνεχιζομένης της σημερινής υδροληψίας, μέλει και εντός της 20ετίας ίσως να κληθούν εις δαπάνας νέων δεκάδων εκατομμυρίων προς αντικατάστασιν των ολονέν εμφραττομένων σωλήνων του δικτύου εκ της εναποθέσεως των αλάτων του διοχετευομένου ύδατος. Όχι δε μόνον ταύτην, αλλά και άλλην αξιόλογον εν τη αφανεία της ζημίαν θ’ αποφύγουν οι Καβαλιώται με την αλλαγήν της υδροληψίας, την προερχομένην εκ της καταναλώσεως επί πλέον σάπωνος κατά τας οικιακάς των χρήσεις. Καθ’ ότι έκαστος Γερμανικός βαθμός σκληρότητος απαιτεί 0,12 χιλιόγρ. σάπωνος προς εξουδετέρωσιν των εντός ενός κυβικού μέτρου διαλελυμένων αλάτων ασβεστίου ή μαγνησίας. Δι’ οικιακάς εν τούτοις χρήσεις δέχονται ότι 1 χιλιόγρ. σάπωνος καθιστά αρκούντως μαλάκα 2,5 κ.μ. ύδατος σκληρότητος 10 βαθμών. Έκαστος δ’ επί πλέον βαθμός απαιτεί και πάλιν συμπληρωματικήν κατανάλωσιν σάπωνος 0,12 χιλιόγρ. Η αξία του σάπωνος είναι σήμερον εν Καβάλα 25 δρχ. κατά χιλιόγραμμον. Λαμβάνοντες ως σκληρότητα του εν χρήσει αρτεσιανού μόνον τους 17,9 Γερμανικούς βαθμούς, όσους δίδουν αι εν Αθήναις γενόμεναι αναλύσεις του, έναντι των 14,0 βαθμών σκληρότητος του ύδατος Μπουνάρ – μπασή και υπολογίζοντες ότι μόνον 4 χιλιόγρ. (λίτρα) ύδατος αναλίσκει κατά μέσον όρον ημερησίως ο κάτοικος προς καθαρισμόν του σώματος, πλύσιμον ασπρορρούχων και εν γένει εις οικιακάς χρήσεις απαιτούσας κατανάλωσιν σάπωνος. Ευρίσκομεν ότι η εις την σκληρότητα του αρτεσιανού ύδατος οφειλομένη σπατάλη σάπωνος, όση θ’ αποφεύγετο από την από Μπουνάρ – μπασή υδροληψίαν, είναι κατά κάτοικον ημερησίως τουλάχιστον: 0,004 (17,9 – 14,0) Χ 0.12 Χ 25 = 0,0468 δραχμής. Επομένως η χρηματική ζημία κατά κάτοικον είναι ετησίως: 0,0468 Χ 365 = 17,08 δραχμαί Και του όλου πληθυσμού δραχμαί κατ’ έτος 17,08 Χ 60000 = 1.024.800._ Ήτοι τουλάχιστον εν εκατομμύριον είναι ετησίως η ζημία, ήν υφίστανται οι Καβαλιώται λόγω του ότι χρησιμοποιούν το αρτεσιανόν ύδωρ του Τεκίρ – μπουνάρ και όχι το πηγαίον από Μπουνάρ – μπασή.».

Μετά την απελευθέρωση και μόλις ο Δήμος Καβάλας συνήλθε οικονομικά προέβη το 1948 σε αντικατάσταση των πεπαλαιωμένων πετρελαιοκινητήρων και αντλιών με δύο ηλεκτροκίνητα αντλητικά συγκροτήματα αποτελούμενο το καθένα από ένα ηλεκτροκινητήρα ισχύος 200HP συνδεδεμένο με φυγοκεντρική αντλία. Σύμφωνα με τον εγκατεστημένο μετρητή τύπου VENTOURI η παροχή ανέρχονταν σε 200 m3/ώρα.
Τα αντλητικά συγκροτήματα εγκαταστάθηκαν σε απόσταση 150μ. από το αρχικό αντλιοστάσιο κοντά στη γεώτρηση που κατασκευάσθηκε το 1911.
Έτσι τελικά από τις παλιές γεωτρήσεις Τεκίρ – Μπουνάρ παρέμεινε σε λειτουργία μόνο μία (με αριθμό Φρ. Ι), η οποία απέδιδε αυτόματη ροή 200 m3/ώρα όση και η δυναμικότητα των αντλητικών συγκροτημάτων.
Μετά την αντικατάσταση των πεπαλαιωμένων αντλητικών συγκροτημάτων με νέα ηλεκτροκίνητα βελτιώθηκε η κατάσταση σημαντικά, όμως η έλλειψη νερού ήταν και πάλι έντονη.

Παράλληλα κατασκευάζονται μια σειρά από έργα που σκοπό είχαν την βελτίωση και επέκταση του δικτύου ύδρευσης. Τέτοια έργα ήσαν:

  • Η κατασκευή τμήματος δικτύου ύδρευσης ΙΙΙ Ζώνης της πόλης και καθαρισμός αρτεσιανών φρεατίων.
  • Η κατασκευή κρηνών σε διάφορα τμήματα της πόλης.
  • Η επέκταση του δικτύου ύδρευσης στις οδούς Περικλέους, Δημοκρίτου, Ειρήνης Αθηναίας, κ.λπ.
  • Ο καθαρισμός σωλήνων από το ανθρακικό ασβέστιο (πουρί).
  • Η κατασκευή δεξαμενής στον συνοικισμό Αγίας Παρασκευής.
  • Η κατασκευή εξωτερικού δικτύου ύδρευσης στον συνοικισμό Αγίας Παρασκευής.
  • Η παροχέτευση νερού στην Βιομηχανική Ζώνη (περιοχή πίσω από την Ιχθυόσκαλα).

Κατά το έτος 1957 – 1958 παρουσιάσθηκε κάμψη της στάθμης του νερού των γεωτρήσεων, η οποία είναι αλήθεια δεν είχε εμφανισθεί επί μια σειρά τριάντα χρόνων αφότου αυτές άρχισαν να λειτουργούν. Η λειτουργία του αντλιοστασίου διακοπτόταν κατά διαστήματα για να ανέλθει η στάθμη της γεώτρησης και να είναι δυνατή η άντληση.

Τότε ο Δήμος Καβάλας προέβη κατά τα τέλη του έτους 1958 με αρχές του 1959 στην εκτέλεση δύο νέων γεωτρήσεων σε μικρή απόσταση από την Φρ. Ι. Η δεύτερη γεώτρηση έγινε σαν εφεδρική της πρώτης.
Με τις γεωτρήσεις αυτές η πόλη Καβάλα απέφυγε μια δοκιμασία λειψυδρίας χωρίς προηγούμενο, δεδομένου ότι κατά τα έτη 1959 – 1960 και σε όλη σχεδόν την καλοκαιρινή περίοδο η αυτόματη ροή της γεώτρησης Ι μέσα στο Φρ. Ι διακόπηκε τελείως.

Από το έτος 1961 και μετέπειτα, με τη σημαντική άνοδο του ύψους βροχοπτώσεων, η γεώτρηση Ι επανήλθε στην αρχική κατάσταση της αυτομάτου ροής εντός του Φρ. Ι.
Όταν διαπιστώθηκε ότι το δυναμικό της υδροφόρου περιοχής Τεκίρ – Μπουνάρ δεν ήταν δυνατό να αποδώσει πάνω από 250 ή και 300 m3/ώρα χωρίς επικίνδυνη ταπείνωση της στάθμης, κυρίως κατά την περίοδο μιας σειράς ξηρών ετών, ο Δήμος Καβάλας στράφηκε προς άλλες περιοχές εξεύρεσης νέων υδατικών πόρων.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι από το 1950 και μετέπειτα συντάχθηκαν μια σειρά από εκθέσεις με θέμα την ύδρευση της πόλης, οι κυριότερες από τις οποίες, κατά χρονολογική σειρά, είναι:

  • Έκθεση με τίτλο «Ύδρευσις Καβάλας», από τον Καθηγητή Γεωλογίας κ. Μ. Μαραβελάκη, σε 2 δακτυλογραφημένες σελίδες, Αύγουστος 1950.
  • Έκθεση με τίτλο «Ζητήματα τινά σχετικά προς την ύδρευσιν του Δήμου Καβάλας», από τον Δ/ντη Τεχνικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Εσωτερικών κ. Β. Γεωργούλη, σε 2 δακτυλογραφημένες σελίδες, Σεπτέμβριος 1957.
  • Έκθεση με τίτλο «Περί της Υδρεύσεως της Πόλεως Καβάλας», από τον Γεωλόγο κ. Ν. Παπάκη, σε 7 δακτυλογραφημένες σελίδες, Φεβρουάριος 1959.
  • Έκθεση με τίτλο «Επί του Προβλήματος της Υδρεύσεως της Πόλεως Καβάλας», από τον Γεωλόγο κ. Ν. Παπάκη, Σεπτέμβριος 1960.

Έτσι τον Οκτώβριο του 1963 ανατέθηκε στον Πολιτικό Μηχανικό κ. Λ. Κορτέση η εκπόνηση της μελέτης του εξωτερικού Υδραγωγείου μετά από την υποβληθείσα απ’ αυτόν, προς τον Δήμο, έκθεσης στην οποία ανέπτυσσε τις απόψεις του για τον τρόπο επίλυσης του προβλήματος της ύδρευσης και τα αναγκαία να εκτελεσθούν έργα.
Σύμφωνα με την σύμβαση αυτή, το θέμα της μελέτης περιορίζεται συγκεκριμένα στην ενίσχυση του υφιστάμενου τρόπου ύδρευσης, δηλαδή από τις γεωτρήσεις της περιοχής Τεκίρ – Μπουνάρ, ως εξής:

  • Προμήθεια της αναγκαίας ποσότητας νερού με άντληση από δύο ερευνητικές γεωτρήσεις που διανοίχθηκαν από το Υπουργείο Γεωργίας στην περιοχή Αμυγδαλεώνα – Δάτου.
  • Εγκατάσταση των αναγκαίων αντλητικών συγκροτημάτων και αντλιοστασίων για την άντληση και μεταφορά του νερού των γεωτρήσεων σε ρυθμιστική δεξαμενή, η οποία θα κατασκευαζόταν κοντά στο υφιστάμενο αντλιοστάσιο στην περιοχή Τεκίρ – Μπουνάρ.
  • Κατασκευή καταθλιπτικού αγωγού από την θέση των νέων γεωτρήσεων μέχρι την ρυθμιστική δεξαμενή.
  • Κατασκευή νέου κεντρικού αντλιοστασίου κοντά στο υφιστάμενο.
  • Κατασκευή συμπληρωματικού καταθλιπτικού αγωγού από την θέση του κεντρικού αντλιοστασίου (Τεκίρ – Μπουνάρ).
  • Μεταφορά του αντλούμενου νερού μέχρι της δεξαμενές της πόλης.

Παρόλο η προαναφερθείσα μελέτη ανατέθηκε με συγκεκριμένο θέμα, εξετάσθηκαν και άλλες δυνατές περιπτώσεις για την επίλυση του προβλήματος ύδρευσης της πόλης Καβάλας.
Από τις γενόμενες έρευνες και αναζητήσεις όλων των προηγούμενων χρόνων, με μέριμνα του Δήμου, από πολλούς Μηχανικούς και Γεωλόγους προέκυψε ότι τα μόνα αξιόλογα πηγαία νερά που μπορούσαν να δώσουν λύση στην ύδρευση της πόλης ήταν:

  • Οι πηγές Βοϊράνης (Μπουνάρ – μπασή), που βρίσκονται μεταξύ Καβάλας και Δράμας στις ανατολικές παρυφές της πεδιάδας της Δράμας και σε απόσταση 20 περίπου χιλιομέτρα από την κοντινότερη δεξαμενή της πόλης.
  • Οι πηγές Παραδείσου, κοντά στην ομώνυμη Κοινότητα και τον ποταμό Νέστο και σε απόσταση 40 περίπου χιλιομέτρα από την κοντινότερη δεξαμενή της πόλης.

Σύμφωνα με την μελέτη, εξετάζοντας τις τρεις λύσεις από οικονομικής πλευράς, προέκυπτε ότι:

– Η λύση από τις πηγές Βοϊράνης (Μπουνάρ – μπασή), η οποία υπερτερούσε έναντι των άλλων δύο λόγω της ποιότητας του νερού (25 Γαλλικοί βαθμοί έναντι 30 του Παραδείσου και 32 των γεωτρήσεων), για την υλοποίησή της απαιτούσε δαπάνη 50.000.000 δρχ.

– Η λύση από τις πηγές Παραδείσου για την υλοποίησή της απαιτούσε 75.000.000 δρχ., ποσό που θεωρήθηκε δυσβάσταχτο για τις οικονομικές δυνατότητες του Δήμου.

– Η λύση από υπόγεια νερά (γεωτρήσεις) για την υλοποίησή της απαιτούσε 20.000.000 δρχ. και με δεδομένο ότι μετά από 36 χρόνια (από το 1928) συνεχούς χρησιμοποίησής τους από τους κατοίκους της Καβάλας δεν μπορούσε να γίνει καμιά πλέον συζήτηση για επιβλαβή επίδραση στην υγεία των κατοίκων.

Από τα παραπάνω προέκυπτε ότι η μόνη ενδεδειγμένη λύση και οικονομικά εφικτή για τις δυνατότητες του Δήμου Καβάλας ήταν αυτή των γεωτρήσεων στην περιοχή Αμυγδαλεώνα – Δάτου. Με την λύση αυτή γινόταν πλήρης εκμετάλλευση της υφιστάμενης εγκατάστασης η οποία παρουσίαζε το σοβαρό πλεονέκτημα της αυτομάτου ροής 200 m3/ώρα.

Το προτεινόμενο από την προαναφερθείσα μελέτη έργο, για άγνωστους λόγους, δεν υλοποιήθηκε και η κατάσταση έλλειψης νερού διαιωνίσθηκε για μερικά ακόμη χρόνια.

Στην συνέχεια, όπως και τα προηγούμενα χρόνια, συντάχθηκαν μια σειρά από εκθέσεις με θέμα την ύδρευση της πόλης, οι κυριότερες από τις οποίες, κατά χρονολογική σειρά, είναι:

  • Έκθεση με τίτλο «Επί της Υδρεύσεως της Πόλεως Καβάλας, από τον Επιθεωρητή Δ. Έργων κ. Ν. Παναγούλια, σε 10 δακτυλογραφημένες σελίδες, Μάρτιος 1965.
  • Επιστολή προς τον κ. Δήμαρχο Καβάλας σχετικά με το πρόβλημα ύδρευσης της πόλης, από τον Πολ. Μηχανικό κ. Λ. Κορτέση, σε 10 δακτυλογραφημένες σελίδες, Ιανουάριος 1966.
  • Αναφορά προς τον κ. Δήμαρχο Καβάλας σχετικά με το πρόβλημα ύδρευσης της πόλης, από τον Δ/ντη Τεχν. Υπηρεσιών Ν. Καβάλας κ. Ζ. Φωτιάδη, σε 1 δακτυλογραφημένη σελίδα, Ιούνιος 1966.
  • Αναφορά προς τον κ. Νομάρχη Καβάλας σχετικά με το πρόβλημα υδροδότησης από της πηγές Παραδείσου, από τον Δ/ντη Τεχν. Υπηρεσιών Ν. Καβάλας κ. Ζ. Φωτιάδη, σε 1 δακτυλογραφημένη σελίδα, Μάιος 1967.
  • Έκθεση με τίτλο «Επί της Υδρεύσεως της Πόλεως Καβάλας», από τον Προϊστάμενο Μηχανικό του Υπουργείου Εσωτερικών κ. Γ. Ανδρεάδη, σε 5 δακτυλογραφημένες σελίδες, Ιούλιος 1967.
  • Έκθεση με τίτλο «Επί της Υδρεύσεως της Πόλεως Καβάλας», από τον Δήμαρχο Καβάλας κ. Ε. Ευαγγελίου, σε 5 δακτυλογραφημένες σελίδες, Ιανουάριος 1968.

Το 1968 με την με αριθμό 164/1968 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου Καβάλας και με την 62/25-4-1968 απόφαση του Συμβουλίου του Νομαρχιακού Ταμείου Νομού Καβάλας ανατέθηκε στον κ. Θεμιστοκλή Ξανθόπουλο, Δρα Πολιτικό – Υδραυλικό Μηχανικό, γενικό υπεύθυνο της με την επωνυμία Ο.Τ.Μ.Ε. μελετητικής ομάδας, η εκπόνηση της «Προκαταρκτικής Εκθέσεως δια την κατασκευήν του Εξωτερικού και Εσωτερικού Δικτύου Υδρεύσεως Δήμου Καβάλας».
Βάση των όρων της από 4 Μαΐου 1968 σύμβασης και της συγγραφής υποχρεώσεων το αντικείμενο της μελέτης διαχωριζόταν σε τέσσερα διακεκριμένα μέρη.

– Το πρώτο μέρος αφορούσε την προμήθεια και μεταφορά του νερού μέχρι τις υφιστάμενες ή προτεινόμενες δεξαμενές συγκέντρωσης.
– Το δεύτερο μέρος αφορούσε την συμπλήρωση, ενίσχυση ή και ολική αντικατάσταση του εσωτερικού δικτύου ύδρευσης της πόλης.
– Το τρίτο μέρος αφορούσε την υδροδότηση των τουριστικών περιοχών στην δυτική παραλία του κόλπου Καβάλας και μέχρι το Παληό. Στο μέρος αυτό περιλαμβανόταν και η μελέτη κατασκευής των εσωτερικών δικτύων των τουριστικών οικισμών.
Τέλος το τέταρτο μέρος περιελάμβανε την υδροδότηση των βιομηχανικών ζωνών της περιοχής, σύμφωνα με τις προβλέψεις του Υπουργείου Βιομηχανίας σε συνδυασμό με τις απόψεις των τοπικών Αρχών.

foto13
foto12
foto10
previous arrow
next arrow

Οι βασικοί σκοποί της μελέτης αυτής μπορούσαν να συνοψισθούν ως εξής:

Προμήθεια της απαιτούμενης ποσότητας νερού, με πρόβλεψη περίπου 40ετίας, για την πλήρη κάλυψη των πάσης φύσεως αναγκών.
Εξασφάλιση νερού καλής ποιότητας μετά από σύμφωνη γνώμη των τοπικών Αρχών, δεδομένου ότι ο όρος «πόσιμο νερό» έχει ευρύτατες διακυμάνσεις όσον αφορά τα από το καταναλωτικό κοινό κρινόμενα ουσιαστικά χαρακτηριστικά του.
Απόλυτη εξασφάλιση έναντι δυσάρεστων εκπλήξεων, όσον αφορά την μείωση της προς διάθεση παροχής, λαμβάνοντας υπ’ όψη όλες τις μελλοντικές προβλέψεις σχετικά με την εξέλιξη των υδροφόρων οριζόντων, στους οποίους στηριζόταν η προτεινομένη υδροληψία.
Αναζήτηση της οικονομικότερης λύσης μεταξύ περισσοτέρων τεχνικά δυνατών.

Σύμφωνα με τα παραπάνω και με σκοπό να λυθεί οριστικά το πρόβλημα υδροληψίας εξετάσθηκαν όλες οι υπάρχουσες λύσεις, δηλαδή:

  • Υδροληψία από την περιοχή Τεκίρ – Μπουνάρ, Κοκκινόχωμα, Δάτο η οποία κρίθηκε ως μη αμέσου εφαρμογής λόγω ελλείψεως δεδομένων σχετικά με την δυναμικότητα του καρστικού ορίζοντα Κοκκινοχώματος και των υπο-αρτεσιανών οριζόντων Δάτου, ανεξάρτητα της ποιότητας του νερού και των άλλων μειονεκτημάτων (πολλά αντλιοστάσια), χωρίς να παραγνωρίζεται το μοναδικό πλεονέκτημα, της μικρής απόστασης από την Καβάλα.
  • Υδροληψία από τις ψηλές πηγές Βοϊράνης (Μπουνάρ – μπασή) με συνολικό κόστος 49.600.000 δρχ. και κόστος ανά m3 νερού το έτος 1980 1,67 δρχ..
  • Υδροληψία με «ακτινωτό φρέαρ» δηλαδή πηγάδι με οριζόντιες γεωτρήσεις στην Ποντιάδα σύμφωνα με την οποία προέκυπτε συνολικό κόστος 57.700.000 δρχ. και κόστος ανά m3 νερού το έτος 1980 2,81 δρχ..

Η σύγκριση των παραπάνω έδινε ως βασικό συμπέρασμα ότι η λύση υδροληψίας από τις πηγές Βοϊράνης ήταν κατά πολύ οικονομικότερη της λύσης από τα υπόγεια νερά της Ποντιάδας με λόγο 1:1,69.
Αποδεικνυόταν ακόμη εύκολα ότι η οικονομική υπεροχή της λύσης των πηγών Βοϊράνης αύξανε κατά πολύ με την αύξηση της κατανάλωσης.
Τέλος και τεχνικά η λύση των πηγών Βοϊράνης υπερείχε καθ’ ότι είχε απλούστερης και ασφαλέστερης λειτουργίας έργα από την λύση Ποντιάδας.

Κατά συνέπεια προτιμήθηκε τελικά η λύση των πηγών Βοϊράνης και βάσει αυτής και με την εξασφάλιση της διαβεβαίωσης των τοπικών Αρχών, περί δυνατότητας χρηματοδότησης της λύσης και γενικότερα αντιμετώπισης της όλης οικονομικής επιβάρυνσης, ανατέθηκε η «οριστική μελέτη υδρεύσεως πόλεως Καβάλας» στο ίδιο μελετητικό σχήμα.

Η σύμβαση της οριστικής μελέτης υπογράφηκε σε εκτέλεση της με αριθμό 156/22-8-1968 απόφασης του Συμβουλίου του Νομαρχιακού Ταμείου Καβάλας και παραδόθηκε τον Δεκέμβριο του 1968.

Τα έργα ξεκίνησαν αμέσως και ολοκληρώθηκαν τον Ιούλιο του 1973 με την έναρξη λειτουργίας του νέου Κεντρικού Αντλιοστασίου Ύδρευσης.

foto14
foto7
foto8
foto9
previous arrow
next arrow
Shadow